- ἐδέσματος
- ἔδεσμαmeatneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
ιτρόγαλα — ἰτρόγαλα, τὸ (Α) φρ. «τὸ ἰτρόγαλα γάλακτος» πιθ. παχύς πλακούντας, είδος πίτας ή παρόμοιου εδέσματος με κύριο συστατικό το αλεύρι και το γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴτριον + γάλα] … Dictionary of Greek
κάνδαυλος — και κάνδυλος και εσφ. γρ. κάνδυτος, ὁ (Α) είδος εδέσματος ή γλυκίσματος τών Λυδών, που παρασκευαζόταν με ποικίλους τρόπους («κάνδυλος διὰ λαγῴων καὶ γάλακτος καὶ τυροῡ καὶ μέλιτος πέμμα ἐδώδιμον», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
κοκκίνισμα — το [κοκκινίζω] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού κοκκινίζω, το να γίνει κάτι κόκκινο, ερυθρίαση, ερύθημα 2. το ψήσιμο με λάδι ή βούτυρο, στο τηγάνι ή σε χύτρα, ενός εδέσματος, κυρίως κρέατος, μέχρις ότου αυτό κοκκινίσει, τσιγάρισμα, καβούρντισμα,… … Dictionary of Greek
κρέπα — η είδος εδέσματος με μορφή μικρής πίτας η οποία γεμίζεται με διάφορα υλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. crepe, θηλ. τού αρχ. γαλλ. cresp < λατ. crispus «σγουρός, τραχύς»] … Dictionary of Greek
κρουασάν — το είδος γαλλικού αφράτου εδέσματος, αλμυρού ή γλυκού, που παρασκευάζεται με ειδική ζύμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. croissant «γλύκισμα» < γαλλ. croissant «μισοφέγγαρο» < γαλλ. croitre «αυξάνομαι» < λατ. cresco «αυξάνομαι»] … Dictionary of Greek
μουσακάς — ο είδος εδέσματος που έχει ως κύρια συστατικά μελιτζάνες ή πατάτες, κιμά και άσπρη σάλτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. musakka] … Dictionary of Greek
μπουγάτσα — και μπογάτσα, η είδος εδέσματος τού ταψιού με ανατολίτικη προέλευση, που παρασκευάζεται από φύλλα ζύμης και γέμιση από κρέμα γάλακτος ή τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. μσν. πογάτσα < τουρκ. bogăca < ιταλ. focaccia «γλύκισμα»] … Dictionary of Greek
μύμα — μῡμα, ατος, τὸ (Α) 1. είδος εδέσματος από ψιλοκομμένο κρέας ανάμικτο με αίμα, τυρί, μέλι, ξίδι και αρωματικά φυτά 2. (κατά τον Ησύχ.) «θριδάκων τρῑμμα καὶ ὑπόχυμά τι». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. θυμίζει το μυττωτός] … Dictionary of Greek
νθύλευσις — ὀνθύλευσις και μονθύλευσις, ἡ (Α) [ονθυλεύω] (ποιητ. τ.) η ενέργεια τού ονθυλεύω*, παρασκευή εδέσματος παραγεμισμένου με κομμένο κρέας, με κιμά … Dictionary of Greek